-
1 στηρίζω
A- ίξω Hp.Morb.4.52
(v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, , Je.17.5, - ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: [tense] aor.ἐστήριξα Il.4.443
, [dialect] Ep. ; inf.στηρίξαι Od.12.434
, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part.στηρίξας Sor.2.57
; opt.στηρίξειεν Th.2.49
; , App.BC1.98; imper.στηρισάτω AP14.72
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐστηριξάμην Il.21.242
, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later , Plu.Eum.11: [tense] fut.στηρίξομαι Philostr.VA5.35
:—[voice] Pass., [tense] fut.στηριχθήσομαι Gal.UP9.16
: [tense] aor.ἐστηρίχθην Tyrt.11.22
, Hp.VC3, Gal.15.126: [tense] pf.ἐστήριγμαι Hes.Th. 779
, Hp.Morb.3.3, etc.; inf.ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19
: [tense] plpf.ἐστήρικτο Il.16.111
, Hes.Sc. 218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61;σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10
; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th. 498;βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49
;λίθον διορίζοντα ὅρους.. στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769
(Palestine, iii/iv A.D.).2 support, ; feed up a patient, Gal.19.192;σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34
, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish,τὴν ἀρχήν App.BC1.98
;τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32
, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57.3 [voice] Med., ground, establish for oneself,κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr. 299
;πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72
; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.).B [voice] Pass. and [voice] Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11;οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc. 218
; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th. 779; ;στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22
;πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete. 376b23
(s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA 499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι ς. AP7.731 (Leon.);Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9
(Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230, 274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu. 395b4;λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23
; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204.2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου.. στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj. 194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν ¯ must be firmly pronounced, D.H.Comp.22.3 of diseases,= infr. 11.2,μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126
, cf. 789,855, Aret.SA1.5.II [voice] Act. intr. in same sense,οὐδέ πῃ εἶχον.. στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον.. Od.12.434
; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp. 1207: metaph.,οὐρανῷ στηρίζον.. κλέος Id.Ba. 972
; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib. 1083, cf. Plu.Sull.6.2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49;ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33
;εἰ.. ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12
; cf.στήριξις 2
.3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2.4 metaph., ἐπὶ δόγματος ς. hold fast to an opinion, D.L.2.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηρίζω
-
2 στηρίζω
στηρίζω ( στερεός), aor. (ἐ) στήριξα, mid. aor. inf. στηρίξασθαι, plup. ἐστήρικτο: set or fix firmly, Il. 11.28, Il. 4.443; intrans. and mid., support oneself or stand firmly, Il. 21.242; κακὸν κακῷ, ‘was piled upon,’ Il. 16.111.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > στηρίζω
См. также в других словарях:
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek